Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- τραγικότητα η [trajikótita] Ο28 : η ιδιότητα του τραγικού: H ~ της ανθρώπινης μοίρας. Ο Bενέζης μάς παρουσιάζει στο έργο του όλη την ~ της αιχμαλωσίας.
[λόγ. τραγικ(ός) -ότης > -ότητα]



