Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- τραγελαφικός -ή -ό [trajelafikós] Ε1 : για κτ. που δεν έχει κάποια λογική εξήγηση ή συνέπεια: Tραγελαφικό κατασκεύασμα. Tραγελαφική κατάσταση.
τραγελαφικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. τραγέλαφ(ος) -ικός]



