Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τραγελαφικός
1 item total
τραγελαφικός -ή -ό [trajelafikós] Ε1 : για κτ. που δεν έχει κάποια λογική εξήγηση ή συνέπεια: Tραγελαφικό κατασκεύασμα. Tραγελαφική κατάσταση. τραγελαφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. τραγέλαφ(ος) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go