Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τρίωρος
1 item total
τρίωρος -η -ο [tríoros] Ε5 : που διαρκεί τρεις ώρες· τριών ωρών: Tρίωρη απασχόληση / άσκηση. Tρίωρο μάθημα. Tρίωρη καθυστέρηση / διάρκεια. || (ως ουσ.) το τρίωρο, διάστημα τριών ωρών: Γι΄ αυτή τη δουλειά χρειάζομαι ένα τρίωρο. Σήμερα έχουμε τρίωρο, τρεις διδακτικές ώρες.

[λόγ. < μσν. τρίωρος < τρι- 1 + ώρ(α) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go