Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τούρτα
1 εγγραφή
τούρτα η [túrta] Ο25 : γλύκισμα σε μεγάλο, στρογγυλό συνήθ. σχήμα, με βά ση το παντεσπάνι και την κρέμα ζαχαροπλαστικής: ~ σοκολάτα / αμυγδάλου / φρούτου. ~ γενεθλίων. Γαμήλια ~. (έκφρ.) κομμάτι / μερίδιο από την ~, κτ. από το οποίο μπορεί κάποιος να επωφεληθεί ή να κερδίσει. τουρτίτσα η YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. τούρτα `ψωμί ψημένο στη στάχτη΄ < λατ. torta ( [o > u] από επίδρ. του [r] ) & μέσω του ιταλ. torta· τούρτ(α) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες