Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- τούρτα η [túrta] Ο25 : γλύκισμα σε μεγάλο, στρογγυλό συνήθ. σχήμα, με βά ση το παντεσπάνι και την κρέμα ζαχαροπλαστικής: ~ σοκολάτα / αμυγδάλου / φρούτου. ~ γενεθλίων. Γαμήλια ~. (έκφρ.) κομμάτι / μερίδιο από την ~, κτ. από το οποίο μπορεί κάποιος να επωφεληθεί ή να κερδίσει.
τουρτίτσα η YΠΟKΟΡ. [ελνστ. τούρτα `ψωμί ψημένο στη στάχτη΄ < λατ. torta ( [o > u] από επίδρ. του [r] ) & μέσω του ιταλ. torta· τούρτ(α) -ίτσα]



