Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τουφέκι
6 εγγραφές [1 - 6]
τουφέκι το [tuféki] & ντουφέκι το [duféki] Ο44 : ατομικό πυροβόλο όπλο που αποτελείται βασικά από την κάννη και από το σύστημα εκτόξευσης του βλήματος, που στερεώνονται σε ένα ξύλινο στέλεχος, το κοντάκι: Στρατιωτικό / κυνηγετικό ~. ~ επαναληπτικό / ημιαυτόματο / αυτόματο. ~ μονόκαννο / δίκαννο. Kρεμάω το ~ στον ώμο. Ο λαός πήρε / έπιασε τα τουφέκια, έκανε ένοπλη εξέγερση. || Aκούστηκαν δυο τουφέκια, δυο τουφεκιές. ΦΡ κυνηγώ / ψάχνω κπ. / κτ. με το ~, για κπ. ή για κτ. που πολύ δύσκο λα μπορούμε να το(ν) βρούμε.

[μσν. *τουφέκι (πρβ. μσν. τουφέχι, τουφέ κιον) < τουρκ. tüfek ( [y > u] από επίδρ. του χειλ. [f] )· ηχηροπ. του αρχι κού [t > d] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: π.χ. τομάτα - ντομάτα]

τουφεκιά η [tufeká] & ντουφεκιά η [dufeká] Ο24 : α. πυροβολισμός με τουφέκι: Έριξε μια ~. Mε την πρώτη ~ το ΄βαλε στα πόδια, έδειξε μεγάλη δειλία στη μάχη. Παραδόθηκαν χωρίς να πέσει ~, χωρίς αντίσταση. || ο ήχος της τουφεκιάς: Tουφεκιές ακούστηκαν στον αέρα. β. η απόσταση βολής ενός τουφεκιού.

[τουφέκ(ι), ντουφέκ(ι) -ιά]

τουφεκίδι το [tufekíδi] & ντουφεκίδι το [dufekíδi] Ο44 (συνήθ. στον εν.) : ταυτόχρονη και συνεχής εκπυρσοκρότηση πολλών τουφεκιών: Xάλασε ο κόσμος απ΄ το ~. Όλη τη μέρα δε σταμάτησε το ~. Bροχή έπεφτε το ~.

[τουφέκ(ι), ντουφέκ(ι) -ίδι]

τουφεκίζω [tufekízo] -ομαι & ντουφεκίζω [dufekízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. ρίχνω τουφεκιές, πυροβολώ. 2. σκοτώνω άνθρωπο ή ζώο με τουφέκι. || εκτε λώ θανατική ποινή με τουφεκισμό: Οι λιποτάκτες σε καιρό πολέμου τουφεκίζονται επί τόπου.

[τουφέκ(ι), ντουφέκ(ι) -ίζω]

τουφέκισμα το [tufékizma] & ντουφέκισμα το [dufékizma] Ο49 : α. η ενέργεια του τουφεκίζω. β. τουφεκισμός.

[τουφεκισ- (τουφεκίζω), ντουφεκισ- (ντουφεκίζω) -μα]

τουφεκισμός ο [tufekizmós] Ο17 : εκτέλεση καταδίκου με ομαδικό πυροβολισμό από στρατιωτικό απόσπασμα· τουφέκισμαβ.

[λόγ. τουφεκισ- (τουφεκίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες