Dictionary of Standard Modern Greek
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- τοστ το [tóst] Ο (άκλ.) : δύο λεπτές φέτες από ψωμί που ανάμεσά τους βάζουν συνήθ. τυρί και ζαμπόν και που τις φρυγανίζουν σε ειδική συσκευή, στην τοστιέρα: Ψωμί για ~.
[λόγ. < αγγλ. toast (μέσω του γαλλ. toast)]
- τοστιέρα η [tostxéra] Ο25α : μικρή ηλεκτρική συσκευή για να ψήνουν τοστ.
[τοστ -ιέρα]



