Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- τοξικότητα η [toksikótita] Ο28 : η ιδιότητα μιας ουσίας να είναι τοξική, καθώς και η ελάχιστη θανατηφόρα για τον οργανισμό δόση μιας τοξικής ουσίας: Ορισμένα φάρμακα παρουσιάζουν αυξημένη ~.
[λόγ. τοξικ(ός) -ότης > -ότητα]



