Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τοξευτής
1 item total
τοξευτής ο [tokseftís] Ο7 θηλ. τοξεύτρια [tokséftria] Ο27 & τοξεύτρα [to kséftra] Ο25α : (λογοτ.) τοξότης: H Άρτεμη, η τοξεύτρα.

[λόγ. < αρχ. τοξευτής· λόγ. τοξευ(τής) -τρια· λόγ. τοξευ(τής) -τρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go