Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- τιμαριθμικός -ή -ό [timariθmikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στον τιμάριθμο: Tιμαριθμική άνοδος / πτώση. Tιμαριθμικοί πίνακες. 2. που είναι ανάλογος με την αύξηση του τιμαρίθμου: Tιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών / των ημερομισθίων.
[λόγ. τιμάριθμ(ος) -ικός]



