Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τιμάριθμος ο [timáriθmos] Ο20α : (οικον.) αριθμητικός πίνακας που περιλαμβάνει τη μέση τιμή οικονομικών αγαθών ή παροχής υπηρεσιών κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου, σε σύγκριση με τις τιμές μιας άλλης περιόδου που λαμβάνεται ως βάση: Άνοδος / πτώση του τιμαρίθμου. Σταθεροποίηση / συγκράτηση του τιμαρίθμου στα περυσινά επίπεδα. ~ χοντρικής / λιανικής πωλήσεως. ~ του κόστους ζωής, για τα είδη που αγοράζει μια τυπική οικογένεια. Ο ~ αυξήθηκε κατά 10%.
[λόγ. τιμ(ή)ΙΙ1 + αριθμ(ός) -ος]



