Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τηλεφωνητής
1 item total
τηλεφωνητής ο [tilefonitís] Ο7 θηλ. τηλεφωνήτρια [tilefonítria] Ο27 : 1. υπάλληλος δημόσιας ή ιδιωτικής επιχείρησης που δέχεται και που διαβιβάζει τα τηλεφωνήματα· χειριστής τηλεφώνου: Kλήση μέσο τηλεφωνήτριας. Yπηρέτησε στο στρατό ως ~. 2. (Aυτόματος) ~, τηλεφωνική συσκευή που καταγράφει σε μαγνητοταινία τις τηλεφωνικές κλήσεις και μεταδίδει μαγνητοφωνημένες απαντήσεις ή πληροφορίες.

[λόγ. τηλεφωνη- (τηλεφωνώ) -τής μτφρδ. γαλλ. téléphoniste (télé - = τηλε-)· λόγ. τηλεφω νη(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go