Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τηλεσκόπιο
1 item total
τηλεσκόπιο το [tileskópio] Ο40 : οπτικό όργανο που αποτελείται από ένα σωλήνα με ισχυρούς φακούς στα άκρα του, κατάλληλο για την παρατήρηση αντικειμένων που βρίσκονται πολύ μακριά και κυρίως των ουράνιων σωμάτων: Kατοπτρικό / ανακλαστικό ~. Mεσημβρινό ~. Tα αστεροσκοπεία διαθέτουν ισχυρότατα τηλεσκόπια.

[λόγ. < νλατ. telescopium < tele- = τηλε- + αρχ. σκοπ(ῶ) ή αρχ. τηλεσκόπ(ος) `που βλέπει μακριά΄ -ium = -ιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go