Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- τζερεμές ο [dzeremés] Ο13 : (οικ.) 1. αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυν ση, άδικη ζημιά: Mε έβαλαν να πληρώνω τζερεμέδες. ΦΡ σκότωνε τρελούς, πλήρωνε τζερεμέδες, όταν οι ενέργειές μας στρέφονται εναντίον κάποιου που τον θεωρούμε υποδεέστερο, το αποτέλεσμα όμως των ενεργειών μας βλάπτει περισσότερο εμάς. 2. (μτφ.) άνθρωπος άχρηστος, τιποτένιος.
[τουρκ. cereme `πρόστιμο΄ (από τα αραβ.) -ς]



