Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- τζίρος ο [dzíros] Ο18 : (οικον.) εμπορική κατανάλωση, κύκλος εργασιών: Επιχείρηση με τζίρο πολλών εκατομμυρίων το χρόνο. Kατάστημα με υψηλό / χαμηλό τζίρο. Έπεσε ο ~ στα κρέατα / στα υφάσματα.
[αντδ. < βεν. ziro `γύρος, κύκλος επιχειρήσεων΄ < λατ. gyrus < ελνστ. γῦρος]



