Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τζάνερο
1 item total
τζάνερο το [dzánero] Ο41 : είδος κίτρινου κορόμηλου.

[σλαβ. čĭrnik > διαλεκτ. (βόρ. διάλ.) τζαρνίκι, τζιρνίκι > τζανερίκι (μετάθ. του [r] και ανάπτ. [e] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.) > τζανερ(ίκι) -ο (η κατάλ. -ίκι θεωρήθηκε υποκορ. επίθημα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go