Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τετριμμένος
1 εγγραφή
τετριμμένος -η -ο [tetriménos] Ε3 : (συνήθ. για λόγια, συζητήσεις) που δεν έχει πρωτοτυπία, που είναι κοινός, συνηθισμένος: Δεν είπε τίποτε το ιδιαίτερο· τετριμμένα πράγματα. Όταν μιλάει χρησιμοποιεί πολύ τετριμμένες εκφράσεις.

[λόγ. < ελνστ. τετριμμένος μππ. του αρχ. τρίβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες