Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τετμημένη
1 item total
τετμημένη η [tetmiméni] Ο30 γεν. πληθ. τετμημένων : (μαθημ.) η μία από τις δύο συντεταγμένες, και συγκεκριμένα η οριζόντια, με τις οποίες προσδιορίζεται η θέση κάποιου σημείου επάνω σε επίπεδο· (πρβ. τεταγμένη).

[λόγ. < αρχ. τετμημένη `κομμένη, ανοιγμένη΄ θηλ. μππ. του τέμνω σημδ. γαλλ. abscisse]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go