Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τεστοστερόνη
1 item total
τεστοστερόνη η [testosteróni] Ο30 : (βιολ.) ανδρική ορμόνη που παράγεται από τους όρχεις.

[λόγ. < αγγλ. testoster(one) -όνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go