Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τεπές
1 item total
τεπές ο [tepés] Ο13 : α. το ημισφαιρικό τμήμα του καπέλου, που καλύπτει το κεφάλι. β. (παρωχ.) κορυφή.

[τουρκ. tepe `λόφος, κορυφή του κεφαλιού΄ ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go