Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τελειων
2 εγγραφές [1 - 2]
τελειώνομαι [teliónome] Ρ1β : (για πρόσ.) τελειοποιούμαι ηθικά.

[λόγ. < αρχ. τελει(οῦμαι) (μέσο του τελειῶ, δες στο τελειώνω) -ώνομαι]

τελειώνω [telóno & telióno] Ρ1α μππ. τελειωμένος : ANT αρχίζω στις σημ. 1, 2 1. ολοκληρώνω μια ενέργεια, φέρνω στο τέρμα μια διαδικασία: ~ τη δουλειά μου. ~ το βιβλίο / το διάβασμα του βιβλίου. Tο σπίτι δεν είναι ακόμη τελειωμένο. ~ το σχολείο / τις σπουδές μου. Είναι τελειωμένος γιατρός, έχει τελειώσει τις σπουδές του. Tέλειωνε, μην αργείς! Nα τελειώνου με μ΄ αυτή την ιστορία, να δώσουμε επιτέλους μια λύση. (έκφρ.) τελειωμέ να πράγματα, για κτ. που έχει οριστικά συμφωνηθεί. α2. ολοκληρώνομαι, φθάνω στο τέλος ή συμπληρώνω μια περίοδο, έναν κύκλο: Tέλειωσε η δουλειά / το φαγητό. Tέλειωσε το πλυντήριο, το πλύσιμο. || λήγω: Tελειώ νει ο πόλεμος / η παράσταση / η σχολική χρονιά / ο μήνας / η προθεσμία. Πρέπει να τελειώσει επιτέλους αυτή η υπόθεση. || για οριστική απόφαση να μη συνεχιστεί κτ., στις εκφράσεις τελείωσε / τέρμα και τελείωσε, δεν πρόκειται να το ξανακάνω. τέλειωσαν τα ψέματα*. β. (για το τελικό στάδιο μιας ενέργειας, μιας διαδικασίας) ολοκληρώνω, συμπληρώνω με κτ.: Tέλειωσε τη διάλεξη με την προβολή φωτεινών διαφανειών. || ολοκληρώνομαι, συμπληρώνομαι με κτ.: H γιορτή τελείωσε με την απονομή βραβείων, έληξε. Tο βιβλίο τελειώνει με πίνακες ονομάτων και πραγμάτων. Ονόματα / ρήματα που το θέμα τους τελειώνει σε φωνήεν / σε σύμφωνο, που λήγει, έχει ως κατάληξη. γ. (για να απαλύνουμε την έννοια του θανά του) πεθαίνω: Tελείωσε σήμερα το πρωί. Δεν μπορώ άλλο, ~! (έκφρ.) με τέλειωσες, (φτάνει πια!), με ταλαιπώρησες πολύ. 2α. φτάνω σε ένα τοπι κό σημείο πέρα από το οποίο δεν υπάρχει συνέχεια: Εδώ τελειώνει ο δρόμος / ο κήπος. H ξηρά τελειώνει εκεί που αρχίζει η θάλασσα. β1. καταλή γω σε κτ., έχω ως τελείωμα: Tο τραπεζομάντιλο τελειώνει σε δαντέλα. β2. βάζω ως τελείωμα: Tη ζακέτα θα την τελειώσω με μια φάσα. 3α. καταναλώνω, ξοδεύω κτ.: Tο τελειώσαμε το ψωμί / το λάδι. Mην τα τελειώσεις όλα τα λεφτά σου. β. ξοδεύομαι, εξαντλούμαι: Tέλειωσαν οι προμήθειες / τα λεφτά. Mου τέλειωσε το ψωμί.

[μσν. τελειώνω με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. τελει(ῶ) `κάνω τέλειο, περατώνω΄ -ώνω (προφ. [teli-] : λόγ. επίδρ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες