Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: τεκνοποίηση
1 item total
τεκνοποίηση η [teknopíisi] Ο33 : η ενέργεια του τεκνοποιώ, η απόκτηση παιδιών.

[λόγ. < ελνστ. τεκνοποίη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go