Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ταχύρρυθμος
1 item total
ταχύρρυθμος -η -ο [taxíriθmos] Ε5 : που γίνεται με γρήγορο, εντατικό ρυθ μό: Kέντρα ταχύρρυθμης εκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού. Επιδιώκεται η ταχύρρυθμη οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

[λόγ. ταχυ- + ρυθμ(ός) -ος (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go