Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ταχυδακτυλουργός
1 item total
ταχυδακτυλουργός ο [taxiδaktilurγós] Ο17 θηλ. ταχυδακτυλουργός [taxiδaktilurγós] Ο34 : 1. αυτός που, με εξαιρετική επιδεξιότητα των χεριών και κυρίως των δακτύλων, καταφέρνει να καταπλήξει τους θεατές εξαφανίζοντας, εμφανίζοντας ή μετακινώντας διάφορα αντικείμενα· θαυμα τοποιός. 2. (μτφ.) αυτός που χρησιμοποιεί τεχνάσματα για να εξαπατά τους άλλους.

[λόγ. ταχυ- + δάκτυλ(ον) + -ουργός μτφρδ. γαλλ. prestidigitateur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go