Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ταραχώδης
1 item total
ταραχώδης -ης -ες [taraxóδis] Ε11 : (λόγ.) για χρονική περίοδο κατά την οποία συμβαίνουν πολλά και συγκλονιστικά γεγονότα: Έζησε έναν ταραχώδη βίο.

[λόγ. < αρχ. ταραχώδης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go