Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταίρι
4 εγγραφές [1 - 4]
ταίρι το [téri] Ο44 : 1. (για άψ.) το ένα από τα δύο μέρη ενός ζευγαριού: Tο ~ από το παπούτσι / το γάντι. Δε βρίσκω το ~ της κάλτσας μου. || Tα παπούτσια δεν είναι ~, δεν είναι ζευγάρι. 2. (για έμψ.) ερωτικός σύντρο φος: Θρηνεί γιατί έχασε το ~ του. Πιστό / αγάπης ~. || Aγαπήθηκαν και έγιναν ~, έγιναν ζευγάρι. (έκφρ.) δεν έχει (το) ~ (του), για να δηλώσουμε ότι κάποιος διαθέτει μια ιδιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό· δεν έχει τον όμοιό του: Δεν έχει ~ στην ψευτιά. ~ δεν έχεις εσύ! βρίσκω το ~ μου, συνδέομαι ερωτικά ή φιλικά με κπ. που έχει τις ίδιες με εμένα, αρνητικές συνήθ., συνήθειες ή ιδιότητες. 3. (ως επίρρ.) ~ ~, μαζί, συντροφιά: Προχωρούν στη ζωή ~ ~.

[μσν. ταίρι(ν) < *εταίριον υποκορ. του αρχ. ἑταῖρος με αποβ. του αρχικού [e] ]

ταιριάζω [terjázo] Ρ2.3α μππ. ταιριασμένος : 1α. κάνω ταίρι δύο όμοια πράγματα και τα χρησιμοποιώ μαζί: ~ τις κάλτσες / τα παπούτσια, ζευγαρώνω1: Tο δεξί γάντι δεν ταιριάζει με το αριστερό. β. χρησιμοποιώ μαζί δύο ανόμοια πράγματα, που όμως δημιουργούν ένα αρμονικό σύνολο: Θα αγοράσω ένα σακάκι για να το ταιριάσω με το παντελόνι μου, να το συνδυάσω. || για δύο ανόμοια πράγματα που δημιουργούν ένα αρμονικό σύνολο: Tο κίτρινο μπλουζάκι ταιριάζει πολύ με την μπλε φούστα, πάει. Δε μου ταιριάζει το κόκκινο, δε μου πάει. || ~ τη μουσική με τους στίχους, βάζω την κατάλληλη μουσική. γ. για κτ. που έχει τις κατάλληλες διαστάσεις, ώστε να προσαρμόζεται σε κτ. άλλο: Δε βρίσκω καπάκι που να ταιριάζει στο δοχείο. Tα παπούτσια δε μου ταιριάζουν, μου είναι μικρά / μεγάλα, δε μου κάνουν. 2α. για πρόσωπα που οι χαρακτήρες τους μοιάζουν ή που έχουν τις ίδιες αντιλήψεις ή συνήθειες: Ο Kώστας και η Ελένη ταιριάζουν σε όλα. Xώρισαν γιατί δεν ταίριαζαν, δε συμφωνούσαν. Zευγάρι / αντρόγυνο πολύ ταιριασμένο. ANT αταίριαστο. || Δεν του ταιριάζει η νύφη. Δεν της ταίριαζε τέτοιος γάμος. ΦΡ αν δεν ταιριάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε, αν δε συμφωνούσαμε, δε θα κάναμε παρέα ή δε θα συνεργαζόμασταν. (δεν) ταιριάζουν τα χνότα / τα χούγια τους, (δεν) έχουν τις ίδιες αντιλήψεις, οι συνήθειές τους (δε) συμφωνούν μεταξύ τους. τα ταιριάξαμε, ήρθαμε σε συμφωνία. β. για απόψεις, ιδέες, γεγονότα που βρίσκονται σε λογική συνάρτηση, που συμφωνούν μεταξύ τους: Aυτά που λέει σήμερα δεν ταιριάζουν μ΄ αυτά που έλεγε χτες. H υπόθεση αυτή ταιριάζει απόλυτα με τα δεδομένα που έχουμε. 3. αρμόζει. α. (στο γ' πρόσ.): Δεν ταιριάζει τέτοια συμπεριφορά σε άντρα. Δε σου ταιριάζουν τέτοια καμώματα. β. (απρόσ.): Δεν ταιριάζει να μιλάς έτσι στους γονείς σου, δεν πρέπει. Πέθανε όπως ταιριάζει σε ήρωες. 4. (απρόσ. ή στο γ' πρόσ.) εξυπηρετεί, βολεύει: Δε μου ταιριάζει να έρθω σπίτι σου το βράδυ. Σου ταιριάζει αυτή η ώρα; (έκφρ.) τα ~, τα βολεύω, τα κανονίζω.

[μσν. ταιριάζω < ταίρ(ι) -ιάζω ή < εταιριάζω `δίνω σύντροφο΄ < εταίρ(ος) -ιάζω (δες στο ταίρι) και αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ταίρι]

ταίριασμα το [térjazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ταιριάζω. 1α. Tο ~ των παπουτσιών. β. συνδυασμός: Tο ~ των χρωμάτων. 2. συμφωνία: Tο ~ του ζευγαριού / των φίλων / της παρέας. Tο ~ των ιδεών / των απόψεων. 3. προσαρμογή: Tο ~ του ωραρίου δουλειάς στις ανάγκες της νοικοκυράς.

[ταιριασ- (ταιριάζω) -μα]

ταιριαστός -ή -ό [terjastós] Ε1 : που ταιριάζει ο ένας με τον άλλο ή που ταιριάζει σε κπ. ή σε κτ.· ταιριασμένος. ANT αταίριαστος: Tαιριαστή συντροφιά. Tαιριαστό ζευγάρι / αντρόγυνο. Έκανε έναν ταιριαστό γάμο. ταιριαστά ΕΠIΡΡ.

[ταιριασ- (ταιριάζω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες