Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σύσπαση
1 item total
σύσπαση η [síspasi] Ο33 : ακούσια συστολή ενός ή περισσότερων μυών ή νεύρων: Mυϊκές συσπάσεις. Συσπάσεις της μήτρας. Οι κράμπες είναι επώδυνες συσπάσεις. ~ του προσώπου από έντονο σωματικό / ψυχικό πόνο.

[λόγ. < αρχ. σύσπα(σις) `συστολή΄ -ση σημδ. γαλλ. contraction]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go