Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σύσκεψη
1 item total
σύσκεψη η [sískepsi] Ο33 : συνάντηση κατά την οποία γίνεται ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των μελών ενός σώματος, για να ληφθεί κάποια απόφαση: H ~ του Πολυμελούς Πρωτοδικείου.

[λόγ. < ελνστ. σύσκεψις `πολλή σκέψη΄ (-σις > -ση), κατά τη σημερ. σημ. του συν-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go