Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύρμα
12 εγγραφές [1 - 10]
σύρμα το [sírma] Ο48 : 1.εύκαμπτη, μεταλλική, νηματοειδής ράβδος με πολύ μικρή διατομή και με απροσδιόριστο μήκος: Aκιδωτό / αγκαθωτό / κατσαρό / μπακλαβαδωτό ~. || (ηλεκτρολ.) ηλεκτρικός μεταλλικός αγωγός: Σύρματα του ηλεκτρικού ρεύματος. Εναέρια σύρματα τηλεπικοινωνιακών γραμμών. Γυμνό / μονωμένο ~. (έκφρ.) η άλλη άκρη του σύρματος, το ένα από τα δύο άκρα μιας τηλεφωνικής σύνδεσης: H φωνή του ακούστηκε από την άλλη άκρη του σύρματος. || (ως επίφ.) ~!, για να ειδοποιήσουμε κπ. ότι πρέπει να εγκαταλείψει κάποια παράνομη δραστηριότητά του, γιατί πλησιάζει ένα όργανο τάξεως ή ελέγχου: ~!, έρχεται η αστυνομία. 2α. εργαλείο για το χτύπημα των αυγών, που αποτελείται από σύρματα αραιά και συνήθ. κυλινδρικά διατεταγμένα στο ένα άκρο, τα οποία ενώνονται στο άλλο άκρο και σχηματίζουν ένα στέλεχος. β. λεπτά σύρματα, πλεγμένα σαν κουβάρι, που χρησιμοποιούνται ως μέσο καθαρισμού: ~ για τις κατσαρόλες / για το πάτωμα. Xοντρό / λεπτό ~. συρματάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. σύρμα `χρυσή ή ασημένια κλωστή΄ < ελνστ. σύρμα `θεατρική εσθήτα με μακριά ουρά΄, ίσως από τα κεντήματα που είχε αυτή (αρχ. σημ.: `κτ. που σέρνεται΄)]

συρματένιος -α -ο [sirmaténos] Ε4 : συρμάτινος.

[συρματ- (σύρμα) -ένιος (πρβ. μσν. συρματέινος)]

συρμάτινος -η -ο [sirmátinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος με σύρμα: Συρμάτινο καλάθι για αυγά. Συρμάτινη περίφραξη.

[λόγ. < μσν. συρμάτινος < συρματ- (σύρμα) -ινος]

συρματόβεργα η [sirmatóverγa] Ο27 : βέργα φτιαγμένη από σύρμα.

[λόγ. συρματ- (σύρμα) -ο- + βέργα]

συρματόπλεγμα το [sirmatópleγma] Ο49 : δικτυωτό πλέγμα από απλό ή αγκαθωτό σύρμα, που χρησιμοποιείται σε περιφράξεις. || (επέκτ.) περίφραξη από συρματόπλεγμα: Tο ~ του στρατοπέδου.

[λόγ. συρματ- (σύρμα) -ο- + πλέγμα μτφρδ. αγγλ. wire-netting ή γερμ. Drahtnetz]

συρματόπλεχτος -η -ο [sirmatóplextos] & συρματόπλεκτος -η -ο [sirma tóplektos] Ε5 : που είναι πλεγμένος με σύρμα.

[λόγ. συρματ- (σύρμα) -ο- + πλεκτ(ός) -ος και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

συρματοποίηση η [sirmatopíisi] Ο33 : η ενέργεια του συρματοποιώ.

[λόγ. συρματοποιη- (συρματοποιώ) -σις > -ση]

συρματοποιώ [sirmatopió] -ούμαι Ρ10.9 : (τεχν.) δίνω σε ένα μέταλλο τη μορφή σύρματος, με τη μέθοδο του εφελκυσμού.

[λόγ. συρματ- (σύρμα) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. tréfiler]

συρματόσκοινο το [sirmatóskino] & συρματόσχοινο το [sirmatósino] Ο41 : είδος σκοινιού που σχηματίζεται από δέσμες λεπτών χαλύβδινων συρμάτων, οι οποίες τυλίγονται ελικοειδώς γύρω από ένα καννάβινο νήμα, και που χρησιμοποιείται για ανάρτηση βαρών, για αγκυρώσεις τεχνικών έργων κτλ.

[λόγ. συρματ- (σύρμα) -ο- + σχοιν(ίον) -ον μτφρδ. αγγλ. wire rope ή γερμ. Drahtseil και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] ]

συρματοσύρτης ο [sirmatosírtis] Ο10 : (τεχν.) μηχάνημα που ελαττώνει τις διαστάσεις ενός μεταλλικού τεμαχίου, χωρίς να αλλάζει τη διατομή του· τρεφιλιέρα.

[λόγ. συρματ- (σύρμα) -ο- + σύρτης]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες