Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύμπαν
3 εγγραφές [1 - 3]
σύμπαν το [símban] Ο γεν. σύμπαντος, πληθ. σύμπαντα, γεν. συμπάντων : 1.το σύνολο των υλικών σωμάτων του διαστήματος: Έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες για τη δημιουργία του σύμπαντος. H αρμονία του σύμπαντος. Θεωρεί τον εαυτό του κέντρο του σύμπαντος, για άτομο πολύ εγωκεντρικό. 2. ο ορατός κόσμος και με επέκταση, ολόκληρη η ανθρωπότητα, κυρίως ως σχήμα λόγου: Aναστατώθηκε το ~ από τις φωνές του. || (πληθ., λογοτ.) ολόκληρη η φύση: Tα σύμπαντα γιορτάζουν τον ερχομό της άνοιξης.

[λόγ. < αρχ. σύμπαν]

συμπαντικός -ή -ό [simbandikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο σύμπαν.

[λόγ. συμπαντ- (σύμπαν) -ικός]

σύμπας -ασα -αν [símbas] Ε12δ : (λόγ.) όλος μαζί: ~ ο λαός μετέχει στον εθνικό εορτασμό.

[λόγ. < αρχ. σύμπας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες