Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σόου
3 items total [1 - 3]
σόου το [sóu] Ο (άκλ.) : παράσταση συνήθ. μουσικοχορευτική, το θέαμα2: Tηλεοπτικό ~.

[λόγ. < αγγλ. show]

σόουμαν ο [sóuman] θηλ. σοουγούμαν [sóuγúman] Ο (άκλ.) : παρουσιαστής σόου.

[λόγ. < αγγλ. showman· λόγ. < αγγλ. show woman]

σόουμπιζνες οι [sóubíznes] Ο (άκλ.) : επιχειρήσεις που σχετίζονται με τον κόσμο του οργανωμένου θεάματος.

[λόγ. < αγγλ. show business εν., πληθ. κατά το μπίζνες]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go