Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σωματείο το [somatío] Ο39 : ένωση προσώπων με μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα: Σύσταση / καταστατικό / διοίκηση / μέλη σωματείου. || επαγγελματική ένωση, συντεχνία: Εργατικά σωματεία. Σωματείο Ελλήνων Hθοποιών.
[λόγ. < ελνστ. σωματεῖον]



