Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σχετίζω
1 item total
σχετίζω [sxetízo] -ομαι Ρ2.1 : I1.(ενεργ.) συσχετίζω. 2. (παθ.) για κτ. που έχει σχέση, που συνδέεται λογικά με κπ. ή με κτ.: Οι δύο περιπτώσεις δε σχετίζονται μεταξύ τους. Tα νέα μέτρα σχετίζονται με την οικιστική αναβάθμιση της περιοχής. II. (παθ.) έχω σχέσεις με κπ., κυρίως κοινωνικές ή φιλικές: Οι οικογένειές μας σχετίζονται εδώ και πολλά χρόνια.

[λόγ. σχετ(ικός) -ίζω, απόδ.: Ι: γαλλ. mettre en relation· ΙΙ: γαλλ. être en relations]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go