Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συσχετίζω
1 item total
συσχετίζω [sisxetízo] -ομαι Ρ2.1 : καθορίζω την αμοιβαία σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα φαινόμενα, γεγονότα ή πρόσωπα: ~ την αύξηση της εγκληματικότητας με τις ταινίες βίας στην τηλεόραση. || παρομοιάζω, συγκρίνω: Mη συσχετίζεις ανόμοιες περιπτώσεις.

[λόγ. συ- (δες συν-) σχετίζω μτφρδ. γαλλ. corréler]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go