Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συσκευή
1 item total
συσκευή η [siskeví] Ο29 : σύνολο συναρμολογημένων εξαρτημάτων ή μηχανισμών που είναι τοποθετημένα σε ένα κατάλληλο περίβλημα και που λειτουργούν συντονισμένα: ~ τηλεόρασης / τηλεφώνου. Οικιακές ηλεκτρικές συσκευές, κουζίνα, ψυγείο, πλυντήριο κτλ.

[λόγ. < ελνστ. συσκευή `σκηνική κατασκευή΄ σημδ. γαλλ. appareil]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go