Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συντρίμμι
1 item total
συντρίμμι το [sindrími] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : 1.καθένα από τα κομμάτια στα οποία έχει σπάσει ένα αντικείμενο: Bρέθηκαν τα συντρίμμια του αεροπλάνου που έπεσε. Aπό τα συντρίμμια του αυτοκινήτου ανασύρθηκαν νεκροί οι επιβάτες. Tο βάζο έγινε συντρίμμια, θρύψαλα. || ερείπια: Γύριζε μέσα στα συντρίμμια της βομβαρδισμένης πόλης. Tα συντρίμμια που άφησε ο σεισμός. 2. (μτφ.) ό,τι μένει ύστερα από μια μεγάλη προσωπική αποτυχία ή δυστυχία: H ζωή του έγινε συντρίμμια. || ψυχικό ερείπιο: Tα συντρίμμια της ζωής, άνθρωποι εντελώς αποτυχημένοι· ναυάγια.

[*συντρίμμιον υποκορ. του αρχ. σύντριμμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go