Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συντονισμένος
1 εγγραφή
συντονισμένος -η -ο [sindonizménos] Ε3 μππ. του συντονίζω : που τον έχουν συντονίσει ή που έχει συντονιστεί. ANT ασυντόνιστος: Συντονισμένες ενέργειες. συντονισμένα ΕΠIΡΡ: Πρέπει να δράσουμε ~.

[λόγ. μππ. του συντονίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες