Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συνορεύω
1 item total
συνορεύω [sinorévo] Ρ5.1α (μόνο στο ενεστ. θ.) : για κράτος, περιοχή ή ιδιοκτησία που έχει κοινά σύνορα ή κοινό σύνορο με κτ. άλλο: H Ελλάδα προς βορρά συνορεύει με την Aλβανία. Tα δύο οικόπεδα συνορεύουν.

[σύνορ(ο) -εύω (πρβ. ελνστ. συνορῶ `έχω ίδια όρια΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go