Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συνομιλώ
1 item total
συνομιλώ [sinomiló] Ρ10.9α : συζητώ. || (ειδικότ.) ανταλλάσσω απόψεις πάνω σε κάποιο θέμα, σε μια συνάντηση υπηρεσιακού κυρίως χαρακτήρα: Οι δύο υπουργοί συναντήθηκαν και συνομίλησαν για θέματα της αρμοδιότητάς τους.

[λόγ. < ελνστ. συνομιλῶ `σχετίζομαι με κπ.΄ σημδ. γαλλ. converser (κατά την εξέλιξη της σημασίας ομιλώ > μιλώ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go