Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- συνεχόμενος -η -ο [sinexómenos] Ε5 : για κτ. που συνδέεται με κτ. άλλο, που το ακολουθεί χωρίς να υπάρχει διάσπαση της συνέχειας: Tο σαλόνι είναι συνεχόμενο με την τραπεζαρία. Έχω μάθημα δύο συνεχόμενες ώρες. Xαρτονομίσματα με συνεχόμενους αριθμούς.
[λόγ. μπε. του αρχ. συνέχω `κρατώ μαζί΄ μτφρδ. γαλλ. contigu]



