Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συνεχόμενος
1 item total
συνεχόμενος -η -ο [sinexómenos] Ε5 : για κτ. που συνδέεται με κτ. άλλο, που το ακολουθεί χωρίς να υπάρχει διάσπαση της συνέχειας: Tο σαλόνι είναι συνεχόμενο με την τραπεζαρία. Έχω μάθημα δύο συνεχόμενες ώρες. Xαρτονομίσματα με συνεχόμενους αριθμούς.

[λόγ. μπε. του αρχ. συνέχω `κρατώ μαζί΄ μτφρδ. γαλλ. contigu]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go