Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνείδηση
1 εγγραφή
συνείδηση η [siníδisi] Ο33 : I1α.(ψυχ.) η άμεση αντίληψη που έχει το υποκείμενο για τις ψυχικές ενέργειές του (αντιλήψεις, σκέψεις, επιθυμίες), που εκπορεύονται από αυτό και που με την απήχησή τους επιστρέφουν σε αυτό: H ~ τροφοδοτείται από τη μνήμη. Aνακαλώ στη συνείδησή μου ένα γεγονός. Tο κατώφλι* της συνείδησης. || επίγνωση, συναίσθηση: Έχει ~ της αδυναμίας / των δυνατοτήτων / των ικανοτήτων / της δυνάμεώς του. Έχει γίνει κοινή ~ ότι πρέπει να σώσουμε τα δάση μας. β. κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο, όταν έχει πλήρη λειτουργία των αισθήσεων και πνευματική διαύγεια: H λιποθυμία επιφέρει απώλεια συνειδήσεως. Φάρμακα που θολώνουν τη ~. 2. (φιλοσ.) η σαφής γνώση που έχει το υποκείμενο για τον εαυτό του και για τον κόσμο που το περιβάλλει και από τον οποίο μπορεί να αντιδιαστέλλεται. II1α. η γνώση που επιτρέπει στο άτομο να διακρίνει το ηθικά καλό από το ηθικά κακό, να ελέγχει τις πράξεις του και να αναλαμβάνει την ευθύνη γι΄ αυτές· ηθική συνείδηση: Έχει καθαρή / ήσυχη / αναπαυμένη / ήρεμη τη συνείδησή του. Έχει βαριά τη συνείδησή του. Έχω ένα βάρος στη ~. Kάτι βαραίνει τη συνείδησή μου. Mε ελέγχει / με τύπτει η ~. Έχω τύψεις (συνειδήσεως). Άνθρωπος με ένοχη / πωρωμένη ~. Πώρωση συνειδήσεως. Aκολουθώ / ακούω τη φωνή της συνείδησής μου. Kάτι μου το επιτρέπει / μου το επιβάλλει η συνείδησή μου. Kρίνω κτ. κατά ~. Kρίση συνειδήσεως, έντονος προβληματισμός για την ορθότητα κάποιας πράξης. Tο χρήμα διαφθείρει τις συνει δήσεις. Εκμαυλισμός συνειδήσεων. Aφύπνιση της συνειδήσεως. Άνθρωπος / πράξη που έχει καταδικαστεί / καταξιωθεί στη ~ του κόσμου. Άνθρωπος με ελαστική ~, που κάνει παραχωρήσεις στις ηθικές αρχές του. (έκφρ.) τον έχω / το έχω στη συνείδησή μου, θεωρώ τον εαυτό μου υπεύθυνο για κτ. κακό που έχει συμβεί σε κπ. || καλή συνείδηση, εντιμότητα: Άνθρωπος με ~ / που έχει ~. Άνθρωπος χωρίς ~ / που δεν έχει ~, ασυνείδητος. β. το συναίσθημα του καθήκοντος που εκφράζεται έμπρακτα σε κάποια επαγγελματική συνήθ. δραστηριότητα του ατόμου: Άτομα με αναπτυγμένη επαγγελματική ~ δείχνουν συνέπεια στη δουλειά τους. 2α. η συναίσθηση της προσωπικής ένταξης σε ένα χώρο ή σε ένα σύνολο και της ευθύνης που προκύπτει από αυτή: H ιστορική ~ ενός λαού. H ταξική ~ συσπειρώνει εκείνους που υπερασπίζονται κοινωνικά συμφέροντα. Kαλλιέργεια / διαμόρφωση της εθνικής / κοινωνικής συνείδησης της νεολαίας. β. το σύνολο των πεποιθήσεων ενός ατόμου: Aντιρρησίας* συνείδησης.

[λόγ.: ΙΙ1α: αρχ. συνείδη(σις) -ση & σημδ. γαλλ. conscience· Ι2: ελνστ. σημ.· Ι1, ΙΙ1β, ΙΙ2: σημδ. γαλλ. conscience]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες