Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συναρπαστικός
1 item total
συναρπαστικός -ή -ό [sinarpastikós] Ε1 : που συναρπάζει, που προκαλεί πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και θαυμασμό, που ασκεί πολύ μεγάλη γοητεία: Συναρπαστική αφήγηση. Συναρπαστικό θέαμα. Έζησε συναρπαστικές εμπειρίες στην Άπω Aνατολή. Είναι συναρπαστικό να παρατηρείς τη ζωή στο βυθό της θάλασσας. Είναι μια συναρπαστική γυναίκα. συναρπαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. συναρπασ- (συναρπάζω) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go