Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συναρπάζω
1 item total
συναρπάζω [sinarpázo] -ομαι Ρ2.1 : φέρνω κπ. σε κατάσταση μεγάλου ενθουσιασμού ή συγκίνησης, τον γοητεύω τόσο, ώστε όλη η προσοχή και το ενδιαφέρον του να είναι απόλυτα στραμμένα στο θέαμα, στο ακρόαμα ή στο ανάγνωσμα που του προσφέρεται: Συναρπάζει τα πλήθη με τη δύναμη του λόγου του. Tο επιβλητικό θέαμα του Ολύμπου συναρπάζει τους ταξιδιώτες. Tο κοινό συναρπάζεται από τη μαγεία της θεατρικής παράστασης.

[λόγ. < αρχ. συναρπάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go