Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συναρμόδιος
1 item total
συναρμόδιος -α -ο [sinarmóδios] Ε6 : που είναι αρμόδιος για κάποιο ζήτημα μαζί με κπ. άλλον: Για το διορισμό των νέων καθηγητών θα αποφασίσουν τα συναρμόδια υπουργεία Παιδείας και Οικονομικών.

[λόγ. συν- αρμόδιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go