Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμφέρων
1 εγγραφή
συμφέρων -ουσα -ον [simféron] Ε12 : (λόγ.) που συμφέρει: Οι όροι που έθεσε δεν είναι συμφέροντες. Aγόρασε το ακίνητο σε συμφέρουσα τιμή. Είναι συμφέρον να… (έκφρ.) τα καλά και συμφέροντα, για όποιον ενδια φέρεται πάντα για το προσωπικό του συμφέρον.

[λόγ. < αρχ. συμφέρων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες