Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συμφέρω
2 items total [1 - 2]
συμφέρω [simféro] Ρ πρτ. και αόρ. συνέφερα, απαρέμφ. συμφέρει : φέρνω κέρδος ή ωφέλεια σε κπ. α. (κυρ. στο γ' πρόσ.): Δε με συμφέρει αυτή η λύση. Tα οργανωμένα ταξίδια είναι φτηνά, συμφέρουν. Παρουσιάζει την κατάσταση όπως τον συμφέρει. β. (απρόσ.): Mε συμφέρει να ψωνίζω στις εκπτώσεις. Δεν τον συμφέρει πολιτικά να έρθει αντιμέτωπος με τους εργαζομένους.

[λόγ. < αρχ. συμφέρω, συμφέρει]

συμφέρων -ουσα -ον [simféron] Ε12 : (λόγ.) που συμφέρει: Οι όροι που έθεσε δεν είναι συμφέροντες. Aγόρασε το ακίνητο σε συμφέρουσα τιμή. Είναι συμφέρον να… (έκφρ.) τα καλά και συμφέροντα, για όποιον ενδια φέρεται πάντα για το προσωπικό του συμφέρον.

[λόγ. < αρχ. συμφέρων]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go