Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμφέρον
5 εγγραφές [1 - 5]
συμφέρον το [simféron] Ο53 : ό,τι συμφέρει κπ., ό,τι φέρνει κέρδος σε κπ. ή γενικότερα τον ωφελεί: Ενδιαφέρεται μόνο για το ατομικό / προσωπικό του ~ και όχι για το κοινό / κοινωνικό ~. Θέτει το κομματικό του ~ πάνω από το εθνικό ~. Yπηρετεί το ~ της πατρίδας. Kοιτάω το ~ μου. Kάνω κτ. από ~, για το συμφέρον μου. Γάμος από ~ και όχι από έρωτα. Nαυτιλιακή εταιρεία ελληνικών συμφερόντων, με ελληνικά κεφάλαια. Είναι άνθρωπος του συμφέροντος, συμφεροντολόγος. Είναι προς το ~ σου, για το συμφέρον σου. Είναι προς το ~ της αλήθειας, για κτ. που βοηθάει την εύρεση της αλήθειας. Tο καλώς νοούμενο* ~. Έχω ~, περιμένω κάποιο όφελος από κπ. ή από κτ.: Ποιος είχε ~ να τον σκοτώσει; Πολλοί έχουν ~ σ΄ αυτή / από αυτή την υπόθεση. (λόγ. έκφρ.) το ίδιον ~, το προσωπικό. || (νομ.): Έννομο ~. || (πληθ.) το σύνολο των υλικών ή άλλων δικαιωμάτων ή πλεονεκτημάτων: Ο δικηγόρος εκπροσωπεί τα οικονομικά συμφέροντα του πελάτη του. Εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων. Σύγκρουση ταξικών συμφερόντων. Έχει συμφέροντα σε μια εταιρεία πετρελαίου. Zει σε επαρχία, γιατί εκεί έχει τα συμφέροντά του, δουλειά, περιουσία κτλ.

[λόγ. < αρχ. συμφέρον]

συμφεροντολογία η [simferondolojía] Ο25 : η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του συμφεροντολόγου.

[λόγ. συμφεροντ- (συμφέρον) -ο- + -λογία]

συμφεροντολογικός -ή -ό [simferondolojikós] Ε1 : που κινείται από συμφέρον, που εξυπηρετεί κάποιο συμφέρον: Συμφεροντολογική στάση. Συμφεροντολογικές σκέψεις. συμφεροντολογικά ΕΠIΡΡ: Ενεργεί ~.

[λόγ. συμφεροντολογ(ία) -ικός]

συμφεροντολόγος -α / -ος -ο [simferondolóγos] Ε14 : που έχει ως κίνητρο των ενεργειών του πάντοτε το προσωπικό του συμφέρον· ιδιοτελής. || (ως ουσ.) ο συμφεροντολόγος, θηλ. συμφεροντολόγα.

[λόγ. συμφεροντ- (συμφέρον) -ο- + -λόγος]

συμφέρων -ουσα -ον [simféron] Ε12 : (λόγ.) που συμφέρει: Οι όροι που έθεσε δεν είναι συμφέροντες. Aγόρασε το ακίνητο σε συμφέρουσα τιμή. Είναι συμφέρον να… (έκφρ.) τα καλά και συμφέροντα, για όποιον ενδια φέρεται πάντα για το προσωπικό του συμφέρον.

[λόγ. < αρχ. συμφέρων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες