Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συμπόνια
1 item total
συμπόνια η [simbóna] Ο25α : το συναίσθημα που έχει αυτός που συμπονεί κπ.: Δείξε λίγη ~ για τους δυστυχισμένους συνανθρώπους σου. Είναι σκληρόκαρδος, δεν έχει μέσα του ~.

[συμπον(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το συγγ. μσν. συμπονία `συνεργασία΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go