Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συμπολίτης
1 item total
συμπολίτης ο [simbolítis] Ο10 θηλ. συμπολίτισσα [simbolítisa] Ο27 : αυτός που κατοικεί στην ίδια πόλη ή που κατάγεται από την ίδια πόλη με άλλον ή με άλλους και ως προς τη σχέση του με αυτούς: Aγαπητοί συμπολίτες! Mε την Kούλα και τη Σοφία είμαστε συμπολίτισσες. Ο Γιάννης είναι ~ μου.

[λόγ. < αρχ. συμπολίτης· λόγ. συμπολίτ(ης) -ισσα (σύγκρ. ελνστ. συμπολῖτις)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go