Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συμπληρωματικός
1 item total
συμπληρωματικός -ή -ό [simbliromatikós] Ε1 : για κτ. που συμπληρώνει κτ. άλλο που λείπει ή για κτ. που προσθέτει κτ. επιπλέον: Θα χρειαστώ ένα συμπληρωματικό ποσό χρημάτων. Zήτησα συμπληρωματικές πληρο φορίες / διευκρινίσεις, για να σχηματίσω πλήρη εικόνα της κατάστασης. Στο νομοσχέδιο προστέθηκαν ορισμένες συμπληρωματικές διατάξεις. || (γεωμ.) συμπληρωματική γωνία, που μαζί με μία άλλη σχηματίζει μία ορθή. (φυσ.) συμπληρωματικά χρώματα, που όταν αναμειχθούν εξουδετερώνονται αμοιβαία και δίνουν το λευκό, και ως ουσ. το συμπληρωματικό, συμπληρωματικό χρώμα: Tο συμπληρωματικό του κόκκινου είναι το πράσινο. συμπληρωματικά ΕΠIΡΡ: Έδωσα ~ χίλιες δραχμές. ~, θα έλεγα ότι…

[λόγ. < ελνστ. συμπληρωματικός `συστατικός΄ σημδ. γαλλ. complémentaire, supplémentaire]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go