Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συμπίεση
1 item total
συμπίεση η [simbíesi] Ο33 : η ενέργεια του συμπιέζω. 1. ελάττωση του όγκου, συμπύκνωση ή μεταβολή του σχήματος ή των ιδιοτήτων ενός υλικού, που είναι αποτέλεσμα της πίεσης που ασκούν μηχανικές δυνάμεις στο υλικό αυτό: ~ ενός αερίου, μείωση του όγκου και αύξηση της εσωτερικής του πίεσης. ~ εδαφών. 2. (μτφ.) δραστικός περιορισμός, μείωση: ~ του χρόνου / των τιμών / των δαπανών.

[λόγ. < αρχ. συμπίε(σις) `κοινή πίεση΄ -ση σημδ. γαλλ. compression]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go